εὐνούχου

εὐνούχου
εὐνού̱χου , εὐνοῦχος
castrated person
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • скопчий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. τοῦ εὐνούχου) свойственный скопцу или евнуху.  …   Словарь церковнославянского языка

  • ευνουχία — η (ΑΜ εὐνουχία) [ευνούχος] 1. το να είναι κάποιος ευνούχος, η κατάσταση τού ευνούχου 2. συνεκδ. ανικανότητα, αγονία, στείρωση μσν. 1. αγαμία, έλλειψη δυνατότητας για γάμο 2. (κατ επέκτ.) εγκράτεια, ηθική καθαρότητα, αγνότητα, εκούσια αποχή από… …   Dictionary of Greek

  • Καραντινός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής εποχής από τα Κάραντα (αρχ. Καρύανδα) της Μικράς Ασίας. 1. Θεόδωρος (τέλη 10ου αι.). Υποναύαρχος του βυζαντινού στόλου κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ του… …   Dictionary of Greek

  • Κοντολέων, Μάνος — (Αθήνα 1946 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στο φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΕΡΤ (Γ’ Πρόγραμμα), των… …   Dictionary of Greek

  • Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”